ἑπτάστομος — seven mouthed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταστόμως — ἑπτάστομος seven mouthed adverbial ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτάστομον — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem acc sg ἑπτάστομος seven mouthed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταστόμοις — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταστόμου — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταστόμους — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταστόμῳ — ἑπτάστομος seven mouthed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
εφτάστομος — η, ο επτάστομος, που έχει επτά στόματα ή στόμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + στόμα] … Dictionary of Greek